τετελεσμένας — τετελεσμένᾱς , τελέω fulfil perf part mp fem acc pl τετελεσμένᾱς , τελέω fulfil perf part mp fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CONSECRATIO Magica — multo olim in usu apud Romanos: apud quos mos fuit Imperatoribus, ut sacrificiis certis locis factis aut carminibus dictis vel statuis positis, Barbarorum in solum Romanum ingressum et transitum, areri posse putarent. Cuiusinodi consecratione,… … Hofmann J. Lexicon universale
Βοσνία-Ερζεγοβίνη — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο, που προέκυψε από τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας.Συνορεύει Β και Δ με την Κροατία και Α και Ν με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία.Το κράτος της Β. Ε. έχει μικρή διέξοδο στην Αδριατική Θάλασσα. Τα… … Dictionary of Greek
Εμβέρ πασάς — (Κωνσταντινούπολη 1881 – Μπαλτζουάν, Μπουχάρα 1922). Τούρκος στρατιωτικός και πολιτικός. Υπήρξε μία από τις εξέχουσες φυσιογνωμίες του κινήματος των Νεoτούρκων. Σπούδασε στη στρατιωτική σχολή της Κωνσταντινούπολης και το 1903 αποφοίτησε από την… … Dictionary of Greek
τετελεσμένος — η, ο 1. αυτός που έχει γίνει, που έχει συντελεστεί: Τετελεσμένα γεγονότα. 2. «τετελεσμένος μέλλοντας», ρηματικός χρόνος που φανερώνει ότι αυτό που δηλώνει το ρήμα θα έχει συντελεστεί στο μέλλον σε σχέση με κάτι άλλο: Θα έχει κατεδαφιστεί, πριν… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τετελεσμέναι — τελέω fulfil perf part mp fem nom/voc pl τετελεσμένᾱͅ , τελέω fulfil perf part mp fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)